- αλμυρούτσικος
- αλμυρούτσικος, -η, -ο και αρμυρούτσικος, -η, -ουποκορ. του αλμυρός ή αρμυρός: Το ψάρι είναι αλμυρούτσικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.